- συντάσσω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω]1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.)3. γραμμ. τοποθετώ, συνάπτω τις λέξεις σύμφωνα με τους κανόνες τού συντακτικού (α. «το κείμενο δεν έχει συνταχθεί σωστά» β. «τὴν ἐν πρόθεσιν μετὰ γενικῆς συντάσσει», Γρηγ. Κορ.)4. συγκροτώ, καταρτίζω, διοργανώνω5. διευθετώ, τακτοποιώ6. (μέσ. και παθ.) συντάσσομαια) παρατάσσομαι σε σχηματισμούς μάχηςβ) τάσσομαι με το μέρος ή με τη γνώμη κάποιου (α. «όλα τα μέλη τού συμβουλίου συντάχθηκαν με τις απόψεις τού προέδρου» β. «Τροιζήνιοι συνετάχθησαν εἰς Ἀχαιούς», Πλούτ.)νεοελλ.1. αναλύω συντακτικά ένα κείμενο2. (το θηλ. τής παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. συντεταγμένη3. φρ. «συντεταγμένη πολιτεία» — πολιτεία οργανωμένη βάσει δικών της θεσμών για τη ρύθμιση τών κάθε είδους εσωτερικών της σχέσεων και την αυτοδύναμη ανάδειξη, κατανομή, άσκηση και ανανέωση τής εξουσίαςμσν.-αρχ.1. αποχαιρετώ2. μέσ. υπόσχομαιαρχ.1. βάζω στην ίδια τάξη2. ορίζω, επιβάλλω («σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)3. συνεισφέρω4. (με κακή σημ.) μηχανεύομαι, επινοώ («ψευδῆ συντάξας καθ' ἡμῶν κατηγορίαν», Αισχίν.)5. (με απρμφ.) διατάσσω, παραγγέλλω («δασμοὺς μέντοι συνέταξεν ἀποφέρειν καὶ τούτους», Ξεν.)6. (για γιατρό) δίνω συνταγή7. μέσ. α) κάνω τα σχέδια μουβ) τακτοποιώ τις υποθέσεις μουγ) είμαι αποφασισμένος («περὶ παίδων ἀγωγῆς ἄκρως συντέταγμαι», Διογ. Λαέρ.)δ) συμφωνώ με κάποιονε) αποδέχομαι αυτό ή το άλλο ποσό συνεισφοράς8. παθ. α) προσδιορίζομαιβ) διοργανώνομαι για την πληρωμή συνεισφορών9. (το ουδ. τής παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ συντεταγμένονα) το προσδιοριζόμενο ποσόβ) συμφωνία10. φρ. α) «συντάσσω τοὺς πεζοὺς τῷ ἱππικῷ» — παρατάσσω στην ίδια γραμμή το πεζικό με το ιππικό (Θουκ.)β) «συντάσσω ὑπόθεσιν» — πραγματεύομαι εγγράφως κάτι (Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.